Που έχω πάει

Το Άμστερνταμ που δεν χόρτασα

Iamsterdam

Υπάρχουν πόλεις για τις οποίες τρεις μέρες αρκούν ώστε να τις δεις απ’ άκρη σ’ άκρη και υπάρχουν και αυτές για τις οποίες ακόμη και δυο εβδομάδες φαντάζουν λίγες. Το Άμστερνταμ ανήκει στη δεύτερη κατηγορία -ειδικά αν σας αρέσουν τα μουσεία- και δυστυχώς εγώ είχα μόλις δυόμιση μέρες να το εξερευνήσω. Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή:

Πότε και πως πήγα:                  

Έχοντας ακούσει και διαβάσει τόσα για την πρωτεύουσα της Ολλανδίας, ήθελα να την επισκεφτώ εδώ και πολλά χρόνια. Για την ακρίβεια, το Άμστερνταμ ήταν η Νο1 ευρωπαϊκή πόλη που ήθελα να πάω (δεν θα μπορούσε να λείπει και από την bucket list μου φυσικά) και τον Νοέμβριο του 2015 επιτέλους τα κατάφερα!

Τόσο καιρό δεν το επιχειρούσα γιατί οι τιμές των απευθείας πτήσεων από την Ελλάδα, με μη low cost εταιρεία (αυτές είναι δυο βασικές προϋποθέσεις που θέτω για τα ταξίδια μου. Θα εξηγήσω σε μελλοντικό άρθρο γιατί), ήταν εξαιρετικά τσιμπημένες, ειδικά αν χρειάζεται να αγοράσεις εισιτήρια για δυο άτομα (μη ξεχνάτε τον συνοδό).

Όταν όμως έκανα το εξάμηνο Erasmus+ μου στο γειτονικό Βέλγιο, δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσω την ευκαιρία να πάει χαμένη. Πήρα μια μέρα άδεια από την δουλειά (συν το σαββατοκύριακο που ούτως ή άλλως ήταν ελεύθερο) και εν συνεχεία το τρένο, που είναι ένας υπέροχος, προσβάσιμος και σαφώς οικονομικότερος τρόπος μετακίνησης, και πήγα!

Το ταξίδι από τη Γάνδη, όπου και έμενα, διήρκεσε περίπου τρεισήμισι ώρες στο πήγαινε (κάναμε στάση και αλλαγή τρένου στην Αμβέρσα) και σχεδόν τέσσερις ώρες στην επιστροφή (με δυο αλλαγές αυτή τη φορά, σε Ρότερνταμ και Αμβέρσα). Μπορεί αυτή η διάρκεια να φαντάζει πιο μεγάλη από μια πτήση, αλλά μη ξεχνάτε την αναμονή και το χαμένο χρόνο στα αεροδρόμια. Επιπρόσθετα, στο τρένο κάθεσαι στο αμαξίδιο σου, χωρίς να κινδυνεύεις εσύ και εκείνο από σηκώματα, κοπανήματα κλπ, ενώ απολαμβάνεις και την υπέροχη θέα (εγώ π.χ. είδα πολλούς κλασικούς ολλανδικούς ανεμόμυλους στη διαδρομή). Επίσης, οι σταθμοί των τρένων βρίσκονται συνήθως αρκετά κεντρικά μέσα στην πόλη, οπότε φτάνοντας μπορείς να αρχίσεις κατευθείαν την περιπλάνηση.

Που πήγαμε την πρώτη μέρα

Με το που φτάσαμε, αποφασίσαμε να μη πάμε στο ξενοδοχείο, το οποίο ήταν σχετικά μακριά (δίπλα στην Amsterdam Arena, γύρω στα 8χλμ από τον επιβλητικό κεντρικό σταθμό των τρένων). Η τοποθεσία του γενικά δεν μας ενοχλούσε, καθώς ήταν ένα πολύ καλό ξενοδοχείο και είχε εξαιρετική σύνδεση με το προσβάσιμο (σε όλες τις στάσεις που πήγα) μετρό. Απλώς δεν θέλαμε να χάσουμε χρόνο και ενέργεια με το πήγαινε-έλα, οπότε κλειδώσαμε τις αποσκευές μας στον σταθμό (ναι, γίνεται να το κάνεις με ένα μικρό αντίτιμο) και φύγαμε για να γνωρίσουμε την πόλη.

Η βόλτα μας ξεκίνησε από τη λεωφόρο Damrak  (όπως συνήθως γίνεται με όσους φθάνουν στο Άμστερνταμ από τον κεντρικό σταθμό). Μεγάλη λεωφόρος, με πολλά μαγαζιά και καταστήματα με σουβενίρ. Εκεί κάναμε μια σύντομη στάση στον κάτω όροφο ενός μουσείου αφιερωμένο στο σεξ. Δυστυχώς οι πάνω όροφοι, που μάλλον είχαν περισσότερο ενδιαφέρον, δεν ήταν προσβάσιμοι, οπότε μετά από μια σύντομη γύρα κάτω φύγαμε.

Στη συνέχεια κατευθυνθήκαμε στην πλατεία Νταμ, την κεντρικότερη πλατεία της πόλης. Παρότι εκεί υπάρχουν αρκετά σημαντικά κτήρια, όπως το βασιλικό παλάτι, η Neuwe Kerk (νέα εκκλησία στα ολλανδικά), το μουσείο κέρινων ομοιωμάτων της Μαντάμ Τισό, καθώς επίσης και ένα μνημείο μνήμης των θυμάτων του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, προσωπικά δεν ενθουσιάστηκα. Έχω βρεθεί σε πολύ ομορφότερες πλατείες ανά την Ευρώπη. Μετά από λίγη ώρα και κάμποσες φωτογραφίες συνεχίσαμε την βόλτα μας.

Αφού περάσαμε από αρκετά πανέμορφα κανάλια και τριγυρίσαμε λίγο, φτάσαμε στο σπίτι της Άννας Φρανκ. Ή μάλλον στην τεράστια ουρά έξω από αυτό. Με είχαν προειδοποιήσει για αυτήν οι Βέλγοι φίλοι μου, αλλά νόμιζα πως υπερέβαλλαν λίγο. Με κατά μέσο όρο αναμονής τις τέσσερις ώρες (στις μέρες με πολυκοσμία μπορεί να φτάσει ακόμη και τις έξι όπως μάθαμε μετά), τελικά δεν υπερέβαλλαν καθόλου. Αποφασισμένος να υπομείνω την αναμονή σαν όλους τους άλλους στήθηκα στην ουρά και παρόλο που ψιλοψιχάλιζε έμεινα εκεί για περίπου 45 λεπτά, όταν μας πλησίασε ένας υπεύθυνος και μας είπε αν θέλουμε να τον ακολουθήσουμε, μιας και έτσι και αλλιώς θα έπρεπε να μπω από άλλη είσοδο, στο νέο κτίριο. Δεχτήκαμε και εν τέλει μπήκαμε από εκεί. Το αυθεντικό σπίτι της Άννας Φρανκ δεν είναι προσβασιμο, για αυτό και πληρώσαμε μόνο το εισιτήριο για την συνοδό μου. Εγώ μπήκα δωρεάν και έμεινα στο νέο κτίριο, όπου παρακολούθησα ένα σύντομο ντοκιμαντέρ, είδα μια μικρή έκθεση με γράμματα και πληροφορίες της εποχής ενώ θαύμασα και ένα αυθεντικό αγαλματίδιο Όσκαρ (περισσότερα για αυτό εδώ).

Αφού ψωνίσαμε αναμνηστικά από το μαγαζί του μουσείου, βγήκαμε. Είχε πάει απόγευμα πια και η μπαταρία μου δεν θα άντεχε για πολύ. Πριν πάμε στο ξενοδοχείο για ξεκούραση, κάναμε μια βόλτα στις παρυφές της διάσημης κόκκινης συνοικίας. Αν και είχε σκοτεινιάσει, ήταν σχετικά νωρίς ακόμη (περίπου 19:30-20:00), και οι περισσότερες βιτρίνες ήταν άδειες. Μόνο τα τριγύρω μπαρ φαίνονταν να βρίσκονται σε φουλ λειτουργία. Ως εκ τούτου, πήγαμε στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό, που ήταν δίπλα, πήραμε τα πράγματά μας και πήγαμε στο ξενοδοχείο για ξεκούραση, ύστερα από αυτή την αν μη τι άλλο γεμάτη πρώτη μέρα.

[R-slider id=”4″]

Μέρα μουσείων

Με την συνοδό μου κάναμε μια συμφωνία. Την δεύτερη μέρα θα διάλεγα κυρίως εγώ το πρόγραμμα (και οι δυο ξέραμε ότι αυτό σήμαινε μουσεία) και την τρίτη και τελευταία μέρα θα διάλεγε κυρίως εκείνη (και οι δυο ξέραμε ότι αυτό σήμαινε μαγαζιά). Δίκαιο, δεν μπορείτε να πείτε. Οπότε η μέρα είχε μουσεία!

Το  Άμστερνταμ είναι ο παράδεισος των μουσείων, καθώς μερικά από τα σπουδαιότερα παγκοσμίως βρίσκονται εκεί. Χρόνο, όρεξη και χρήματα να ‘χετε να τα επισκεφτείτε! Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας το περάσαμε στην λεγόμενη πλατεία των μουσείων, στην οποία θα βρεις τρία από τα πιο περίφημα της χώρας: το Ρεϊκσμουζέουμ (το εθνικό μουσείο της Ολλανδίας), το μουσείο του Βαν Γκογκ και το Στέντελεϊκ (μουσείο μοντέρνας τέχνης). Δυστυχώς, λόγω χρόνου και μπαταρίας του αμαξιδίου, προλάβαμε να επισκεφτούμε μόνο τα δυο πρώτα. Επίσης, στην ίδια πλατεία δεσπόζει και το γνωστό IAmsterdam με όλο τον κόσμο να φωτογραφίζεται με τα γράμματα. Φυσικά, δεν θα μπορούσα να αποτελέσω εξαίρεση.

Ξεκινήσαμε με το επιβλητικό και χαοτικό (και προσβάσιμο) Ρεϊκσμουζέουμ, από το οποίο φύγαμε μετά από έξι ώρες, χωρίς μάλιστα να προλάβω να δω όλα όσα θα ήθελα (αλλά τι να κάνουμε, έπρεπε να πάμε και αλλού). Πρόκειται για μουσείο τέχνης και ιστορίας, με περίπου 8.000 εκθέματα (και κοντά ένα εκατομμύριο αντικείμενα στην συλλογή του) και την μεγαλύτερη επισκεψιμότητα στη χώρα. Πολύ γνωστά εκθέματα του είναι πίνακες Ολλανδών καλλιτεχνών της Χρυσής Εποχής της Ολλανδίας, όπως π.χ. «Η Νυχτερινή Περίπολος» του Ρέμπραντ και «Η Γαλατού» του Βερμέερ. Αναμφίβολα, αν θες να μελετήσεις προσεκτικά τις συλλογές του μουσείου χρειάζεσαι περισσότερες από μια επισκέψεις.

Μετά το Ρεϊκσμουζέουμ είναι σχεδόν φυσική συνέχεια ότι θα πας στο μουσείο του Βαν Γκογκ, ή μάλλον του Φαν Χοχ, αφού έτσι το προφέρουν οι Ολλανδοί (πιστέψτε με, κάνω μαθήματα ολλανδικών). Σε αντίθεση με το Ρεϊκσμουζέουμ, το μουσείο του Φαν Χοχ είναι πιο μοντέρνο, τόσο καλλιτεχνικά όσο και ως κτίριο και φυσικά προσβάσιμο. Περιλαμβάνει την μεγαλύτερη συλλογή έργων του παγκοσμίως, μεταξύ των οποίων μια εκδοχή από τα «Ηλιοτρόπια» και το αγαπημένο μου «Σιταροχώραφο με Κοράκια», αλλά και έργα μερικών άλλων σπουδαίων συγχρόνων του καλλιτεχνών, όπως λ.χ. οι Κλοντ Μονέ, Πολ Γκογκέν κ.α.. Εγώ ήμουν μάλιστα εξαιρετικά τυχερός, καθώς την περίοδο που πήγα, το μουσείο φιλοξενούσε και μια περιοδική έκθεση του διάσημου Νορβηγού ζωγράφου Έντβαρτ Μουνκ (θα τον γνωρίζετε από το «Η Κραυγή»). Με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια!

Μετά είχε ήδη αρχίσει να βραδιάζει, άρχισε και η βροχή, ενώ ήμουν και οριακά με την μπαταρία μου. Φάγαμε κάτι στα γρήγορα (όπως κάναμε ουσιαστικά όλο το τριήμερο) και φύγαμε για το ξενοδοχείο.

[R-slider id=”2″]

Οι τελευταίες βόλτες

Η τρίτη και τελευταία μέρα (επιστρέφαμε στο Βέλγιο το απόγευμα) ήταν αφιερωμένη σε πιο χαλαρά πράγματα. Εκτός από μαγαζιά με σουβενίρ και διάφορα άλλα καταστήματα, κάναμε τις τελευταίες μας βόλτες και η αλήθεια είναι πως πήγαμε και σε ορισμένα πολύ ενδιαφέροντα μέρη.

Για παράδειγμα, επισκεφτήκαμε την μοναδική στον κόσμο πλωτή υπαίθρια αγορά λουλουδιών. Πρόκειται για ένα πολύ όμορφο, ζωντανό και φυσικά πολύχρωμο μέρος, που σίγουρα αξίζει να πάτε. Εκεί βρήκα πολλά ωραία φυτά που δεν είχα ξαναδεί, ενώ αγόρασα και βολβούς τουλίπας, μεταξύ άλλων, για τους δικούς μου στην Ελλάδα.

Αν και είχαμε πει πως αυτή την μέρα δεν έχει μουσεία, εν τέλει καθώς περιπλανιόμασταν περάσαμε κοντά στο σπίτι – μουσείο του Ρέμπραντ, υποκύψαμε και μπήκαμε. Όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων κακώς. Το σπίτι καθεαυτό δεν είναι προσβάσιμο. Αυτό που είναι, είναι το διπλανό μοντέρνο κτήριο που ουσιαστικά ενοποιήθηκε με το παλιό. Εκεί δεν είδα ούτε ένα έργο ζωγραφικής του μεγάλου καλλιτέχνη, παρά μόνο κάποια χαρακτικά (τα περισσότερα άλλων καλλιτεχνών) και κάποια αντικείμενα. Όπως ήταν αναμενόμενο απογοητεύτηκα ιδιαιτέρως και φυσικά δεν το συστήνω σε κανένα χρήστη αμαξιδίου. Επίσης, να σημειώσω πως δυο εισιτήρια εδώ (για εμένα και την συνοδό μου) στοίχιζαν περισσότερο από ότι σε οποιοδήποτε από τα άλλα μουσεία που προανέφερα (για την ακρίβεια το σπίτι του Ρέμπραντ ήταν το μόνο που μας χρέωσε δύο εισιτήρια), πράγμα εξαιρετικά άδικο αφού δεν είδα σχεδόν τίποτα. Φεύγοντας, το επισημάναμε στους υπεύθυνους, ώστε οι μελλοντικοί επισκέπτες με αναπηρία να μην υποστούν την αδικία αυτή, και εκείνοι αφού μας έδωσαν δίκιο, αποφάσισαν να μας επιστρέψουν τα χρήματα που αντιστοιχούσαν στο εισιτήριό μου, ενώ μου χάρισαν και ένα βιβλίο με εικόνες από το κομμάτι του μουσείου που δεν είδα.

Και μιας και μιλάμε για τον Ρέμπραντ, όπως περπατούσαμε πέσαμε πάνω στην Ρέμπραντπλέιν (πλατεία Ρέμπραντ). Πρόκειται για μια κουκλίστική πλατεία, με μαγαζιά, καφέ, μπαρ κλπ τριγύρω. Το highlight της πλατείας όμως, είναι η τρισδιάστατη αναπαράσταση σε φυσικό μέγεθος του πίνακα «Η Νυχτερινή Περίπολος» του Ρέμπραντ, κάτω από το άγαλμα του ιδίου. Επιβάλλεται να βγάλετε φωτογραφίες εκεί.

Λίγο πριν πάμε στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό, είδαμε την διάσημη κοκαλιάρα γέφυρα από μακριά και ύστερα πήγαμε να συναντήσουμε μια γνωστή μας Ελληνίδα που δούλευε σε ένα coffee shop (ναι, από αυτά που επιτρέπεται η κατανάλωση ελαφρών ναρκωτικών). Άσχετα αν μας αρέσει ή όχι, είναι ένα από τα αξιοθέατα της πόλης του Άμστερνταμ. Καθίσαμε έξω -δεν νομίζω να άντεχα το ντουμάνι μέσα- και προσωπικά παρήγγειλα ένα απλό τσάι με φύλλα μέντας. Μετά από καμιά ώρα, έπρεπε να φύγουμε για τον σταθμό και κάπως έτσι ολοκληρώθηκε το ταξίδι μας.

[R-slider id=”3″]

Και τώρα μερικά The Trawheeler trivia:

  • Το Άμστερνταμ έχει γύρω στα 75 μουσεία, από τα γνωστά που ανέφερα μέχρι διάφορα πιο ιδιαίτερα όπως π.χ. το τροπικό μουσείο, μουσείο βασανιστηρίων, μουσείο πίπας, μουσείο τουλίπας, μουσείο αφιερωμένο σε πίνακες, γλυπτά κλπ με γάτες, μουσείο βότκας κ.α.. Όσον αφορά τις τιμές, τα μουσεία που πήγα εγώ ήταν σχετικά ακριβά, αλλά συνήθως είτε εγώ είτε η συνοδός μου μπαίναμε δωρεάν.
  • Παντού στην πόλη βρωμάει χόρτο. Ακόμη και πρωί.
  • Το Άμστερνταμ έχει άπειρα ποδήλατα και ποδηλατοδρόμους, πράγμα υπέροχο. Ώρες ώρες πάντως νομίζεις ότι είναι πιθανότερο να σε χτυπήσει ποδήλατο παρά αυτοκίνητο, καθώς μερικοί οδηγούν σαν τρελοί.
  • Αφού το επισκέφτηκα, πλέον τη θέση του ως Νο1 ευρωπαϊκός προορισμός που θέλω να πάω πήρε η πρωτεύουσα της Σλοβενίας Λιουμπλιάνα.
  • Τα ολλανδικά τρένα έχουν wifi!
  • Το ταξίδι στο Άμστερνταμ ήταν το τελευταίο τουριστικό μου ταξίδι χρονολογικά. Όλα τα επόμενα μέχρι σήμερα ήταν για συνέδρια, σεμινάρια κλπ.

Κατακλείδα

Το Άμστερνταμ είναι μια φανταστική πόλη. Συνδυάζει τις πολλές δυνατότητες και επιλογές μιας μεγαλούπολης με την ομορφιά και γραφικότητα μικρότερων πόλεων. Επιπλέον, είναι προσβάσιμη για άτομα σε αναπηρικά αμαξίδια. Αξίζει να την επισκεφτείτε! Απλώς κάντε το για περισσότερες μέρες από ότι εγώ, καθώς ομολογώ πως δεν την χόρτασα.

Γράψτε μου στα σχόλια αν έχετε πάει κι εσείς στο Άμστερνταμ και πώς σας φάνηκε η εμπειρία. Αν όχι, θα θέλατε να πάτε;

*Όπου μιλάω για προσβασιμότητα, εννοώ αυτή για αναπηρικά αμαξίδια.